Από το 1850 το Αίγιο παρουσιάζει ενδιαφέρον σε ντόπιους και ξένους επενδυτές και εμφανίζονται οι πρώτοι εμπορικοί οίκοι στην πόλη Αίγιο, λόγω της καλλιέργειας της σταφίδας. Το 1860 η σταφίδα είναι το μόνο σχεδόν προϊόν που καλλιεργείται και εξάγεται στην επαρχία Αιγιαλείας και Πατρών. Στα τέλη του 1870 η περιοχή αναδεικνύεται σε ένα από τα κυριότερα κέντρα σταφιδοπαραγωγής και εμπορίου στην Ελλάδα, έτσι αναπτύσσεται και το λιμάνι της πόλης, καθότι υπήρχε μεγάλη ζήτηση της σταφίδας από τις αγορές του εξωτερικού.
Και σταδιακά το Αίγιο αναδεικνύεται σε μια από τις πρώτες αστικές κοινωνίες. Ο πλούτος τους αρχίζει να αντικατοπτρίζεται και στις κατοικίες τους αλλά και στα δημόσια κτίρια που χτίζονται και διαμορφώνουν το εμπορικό κέντρο στο τέλος του 19ουκαι στις αρχές του 20ου αιώνα. Τότε είναι που εμφανίζεται το ρεύμα του Νεοκλασικισμού. Εκφράζεται από στοιχεία αρχιτεκτονικής που σχετίζονται με την ελληνική αρχαιότητα, κυριαρχεί η συμμετρία, η αξονικότητα, η ρυθμική επαναληπτικότητα και η μνημειακότητα μέσα από την απλότητα.
Ένα απ’ τα κτίρια που διασώθηκαν και χαρακτηρίστηκαν διατηρητέα είναι και η οικία του Παναγιωτόπουλου στη συμβολή των οδών Μητροπόλεως και Παναγιωτόπουλων. Η οικογένεια τους ήταν μια από τις σημαντικότερες του Αιγίου. Πρώτα ήρθε και εγκαταστάθηκε στην περιοχή ο Παναγιώτης Φιλοσοφόπουλος (ή Χρυσικός ή Χρυσικόπουλος – εξαιτίας του ότι υπήρξε χρυσοχόος). Καταγόταν από την περιοχή της Δημητσάνας. Στο Αίγιο γεννήθηκαν και τα παιδιά του, τα οποία προόδευσαν στις τέχνες και στην πολιτική.
Ο γιος του, Σωτήριος Χρυσικόπουλος- μετέπειτα Παναγιωτόπουλος (1797-1862). κατάφερε να γίνει ο μεγαλύτερος έμπορος της Πελοποννήσου. Παντρεύτηκε την κόρη του στρατηγού Βασίλειου Πετμέζα από τα Καλάβρυτα Αικατερίνη. Απέκτησε δε, έξι παιδιά.
Έτσι, το αρχοντικό ξεκίνησε να χτίζεται το 1857. Είναι ένα τριώροφο μεγάλο νεοκλασικό κτίσμα (1857-1860) σε σχέδια του αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκου. Η εξωτερική διακόσμηση του είναι λιτή όπου τα πιο βαριά αισθητικά στοιχεία τοποθετούνται στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο ενώ ο δεύτερος όροφος παραμένει λιτός. Το ισόγειο του σπιτιού χρησιμοποιήθηκε ως γραφείο και οι δυο όροφοι ως κατοικία. Η εσωτερική διακόσμηση αποτελείται από θαυμάσιες τοιχογραφίες από Ιταλούς καλλιτέχνες, ενώ η επίπλωση και η διακόσμηση είναι επηρεασμένη από τη Γαλλία και άλλες περιοχές της Ευρώπης.
Το αρχοντικό των Παναγιωτόπουλων είναι ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στη Νοτιοδυτική Ελλάδα. Είναι ένα διατηρητέο έργο τέχνης και ένα από τα αξιολογότερα δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής που σώζονται σήμερα στην πόλη μας.